- εὔμαρις
- εὔμᾱρις , εὔμαριςan Asiatic shoefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εὐμάριδες — εὐμά̱ριδες , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρισιν — εὐμά̱ρισιν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμαριν — εὔμᾱριν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)